- υφαρπάζω
- ὑφαρπάζω ΝΑ, και ιων. τ. ὑπαρπάζω Α [ἁρπάζω]1. αρπάζω κάτι επιτήδεια και κρυφά, λαθραία, υποκλέπτω2. μτφ. αποσπώ ή επιτυγχάνω κάτι από κάποιον με έντεχνο τρόπο χωρίς να τού δώσω χρόνο να αντιδράσει (α. «κατόρθωσε να υφαρπάσει τη συγκατάθεση τού πατέρα της» β. «τὴν πρὶν Ἀλεξάνδρου ψῆφον ὑφαρπαμένη», Ανθ. Παλ.)διακόπτω κάποιον και παίρνω εγώ τον λόγο (α. «υφαρπάζω τον λόγο» β. «ὁ δὲ ὑφαρπάσας τὸν ἐπίλοιπον λόγον», Ηρόδ.)αρχ.1. αρπάζω κάτι που βρίσκεται κάτω από κάποιον («ἐπειδὴ καὶ τὴν ἕδραν σου ὑφήρπασε», Ξεν.)2. μτφ. αποπλανώ, παρασύρω3. μέσ. ὑφαρπάζομαιμτφ. αρπάζω στη στιγμή, κατανοώ γρήγορα το νόημα μιας πρότασης.
Dictionary of Greek. 2013.